🇬🇷 el fi 🇫🇮

ξύλο noun

  /ˈksi.lo/
  • (μόνο στον ενικό) η άσκηση βίας εναντίον ανθρώπου ή ζώου· ξυλοκόπημα, βιαιοπραγία
puu
Wiktionary Links