🇬🇷 el fr 🇫🇷

έδρανο noun

  • μηχανολογία, στατική) η βάση στήριξης
roulement
  • το κάθισμα με πάγκο από πάνω για να ακουμπά αυτός που κάθεται
pupitre
Wiktionary Links