🇬🇷 el fr 🇫🇷

γαρίφαλο noun

  /ɣaˈɾi.fa.lo/
  • (μπαχαρικό) που προκύπτει από τον αποξηραμένο καρπό του δέντρου Καρυόφυλλος ο αρωματικός· μοιάζει με μικρό καρφί κι έχει έντονη γεύση
clou de girofle
  • (βοτανική, λουλούδι) το άνθος της γαριφαλιάς (Dianthus caryophyllus)· έχει διάφορα χρώματα, λεπτό άρωμα και πολύ πυκνά πέταλα
clou de girofle, œillet
Wiktionary Links