🇬🇷 el fr 🇫🇷

δευτερεύων

  /ðe.fteˈɾe.von/
  • που βρίσκεται σε δεύτερη θέση, ο λιγότερος σημαντικός, ο μη καθοριστικός, ο επουσιώδης
secondaire
  • που συμπληρώνει κάποιον, ο πρόσθετος, που διαδραματίζει βοηθητικό ρόλο, ο επικουρικός
accessoire
  • (γραμματική) δευτερεύουσα πρόταση : η πρόταση που προσδιορίζει επιρρηματικά (εκφράζοντας χρόνο, αιτία, σκοπό κ.λπ) ή συμπληρώνει νοηματικά το περιεχόμενο ή ένα όρο μιας άλλης πρότασης, από όπου και εξαρτάται
phrase subordonnée
Wiktionary Links