επαναφορά
noun
/e.pa.na.foˈɾa/
|
- (επιστήμη) η κατεργασία βαμμένων μετάλλων με αναθέρμανση, για να μαλακώσουν
|
revenu
|
- (πληροφορική) return: το πλήκτρο της επιστροφής του κυλίνδρου της γραφομηχανής (γνωστό παλιότερα και ως ἐπαναφορεύς), καθώς και το πλήκτρο της επιστροφής στην αρχή της γραμμής στον υπολογιστή (πιο γνωστό με τον αγγλικό όρο return)
|
retour
|
- η επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση
- (πληροφορική) revert: η επιστροφή λογισμικού ή γενικότερα δεδομένων σε προηγούμενη κατάσταση, όπως στην περίπτωση των συναλλαγών (transactions) σε βάσεις δεδομένων ή στις αναθεωρήσεις σε ένα σύστημα ελέγχου πηγαίου κώδικα (source control)
|
retour,
rétablissement
|
- (σχήμα λόγου) η συνεχής επανάληψη της ίδιας λέξης, φράσης ή θέματος
|
répétition
|