🇬🇷 el fr 🇫🇷

επιστρέφω verb

  /e.piˈstɾe.fo/
  • γυρίζω πίσω, δίνω σε κάποιον κάτι που μου είχε δώσει
rendre
  • γυρίζω πίσω, έρχομαι πάλι στον τόπο από τον οποίο είχα φύγει κάποτε
retourner, revenir
Wiktionary Links