🇬🇷 el fr 🇫🇷

επιτόπου adverb

  • (τοπικό) στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
place, terrain
  • (χρονικό) την ίδια στιγμή, αμέσως
sur le champ
Wiktionary Links