🇬🇷 el fr 🇫🇷
η
/i/
|
|
---|---|
la |
- η ισχύς εν τη ενώσει
- l’union fait la force
- η περιέργεια σκότωσε τη γάτα
- la curiosité est un vilain défaut
- κάποιο λάκκο έχει η φάβα
- puer
- η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδό σου
- la balle est dans son camp
- κόβει η γκλάβα
- avoir un esprit aiguisé
- δηλόνιξ η βασιλική
- flamboyant
- καμήλα η δρομάδα
- dromadaire
- παστινάκη η εδώδιμος
- panais
- νιγέλα η εδώδιμος
- nigelle cultivée
Wiktionary Links
- ελληνικά: η