🇬🇷 el fr 🇫🇷

κάγκελο noun

balustrade, grille, rembarde
  • μεταλλική συνήθως κατασκευή από παράλληλες κατακόρυφες ράβδους που ενώνονται σε δύο ή περισσότερα σημεία από οριζόντιες δοκούς και χρησιμοποιείται στην περίφραξη χώρων ή μπαλκονιών
bouche bée, rester, stupéfait
Wiktionary Links