🇬🇷 el fr 🇫🇷

καγκελάριος noun

  /kaŋ.ɟeˈla.ɾi.os/
  • τίτλος που συνοδεύει διάφορα αξιώματα, όπως του αρχηγού της κυβέρνησης (πρωθυπουργού στη Γερμανία και την Αυστρία ή του υπουργού Χρηματοοικονομικών στο Ηνωμένο Βασίλειο
chancelier, chancelière
Wiktionary Links