🇬🇷 el fr 🇫🇷

κατασκήνωση noun

  • η ενέργεια του κατασκηνώνω
camping
  • ο χώρος με σκηνές όπου κατασκηνώνει ένα σύνολο ανθρώπων
camp, campement, camping, colonie de vacances
Wiktionary Links