🇬🇷 el fr 🇫🇷

λανθάνων

  /lanˈθa.non/
  • που παραμένει κρυμμένος και δεν γίνεται αντιληπτός
latent
  • (καταχρηστικά) που λαθεύει, κάνει λάθος
latence
Wiktionary Links