🇬🇷 el fr 🇫🇷

λευκόχρυσος noun

  • (χημεία) χημικό στοιχείο της κατηγορίας των μετάλλων με ατομικό αριθμό 78 και χημικό σύμβολο το Pt· η πλατίνα
platine
Wiktionary Links