🇬🇷 el fr 🇫🇷

οπισθοδρόμηση noun

  /o.pi.sθoˈðɾo.mi.si/
  • (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οπισθοδρομώ
régression, rétrogradation
Wiktionary Links