🇬🇷 el fr 🇫🇷

ορμή noun

  /oɾˈmi/
  • (φυσική) διανυσματικό φυσικό μέγεθος το οποίο ισούται με το γινόμενο της μάζας ενός αντικειμένου επί την ταχύτητά του και συμβολίζεται διεθνώς με το λατινικό γράμμα p
quantité de mouvement
fougue
Wiktionary Links