🇬🇷 el fr 🇫🇷

παραπέμπω verb

  /pa.ɾaˈpem.bo/
  • (μεταφορικά) παραπέμπω νοητικά, κάνω κάποιον να σκεφτεί κάτι σχετικό με εμένα
renvoyer, déférer
Wiktionary Links