🇬🇷 el fr 🇫🇷

πλήρωμα noun

  • το προσωπικό, το σύνολο των ατόμων που χρησιμοποιείται σε ένα μεταφορικό μέσο εάν κατά τη μετακίνησή του χρειάζεται τουλάχιστον πάνω από ένα άτομο
équipage, accomplissement, remboursement
Wiktionary Links