🇬🇷 el fr 🇫🇷

προσκύνημα noun

  /pɾoˈsci.ni.ma/
  • εκδήλωση λατρείας, με γονυκλισία και ασπασμούς
  • επίσκεψη πιστών σε κάποιον τόπο όπου εκδηλώνουν τη λατρεία τους
  • (μεταφορικά) ταξίδι σε τόπο με τον οποίο κάποιος συνδέεται συναισθηματικά
pèlerinage
  • τόπος όπου εκδηλώνεται η λατρεία των πιστών
lieu de pèlerinage, pèlerinage
Wiktionary Links