🇬🇷 el fr 🇫🇷

προφυλάκιση noun

  • προσωρινή φυλάκιση προσώπου μέχρι την έναρξη εκδίκασης της υπόθεσης για την οποία έχει προσαχθεί
détention, préventive
Wiktionary Links