🇬🇷 el fr 🇫🇷

φιστίκι noun

  • (ξηρός καρπός) ο καρπός της φιστικιάς (συνώνυμα: κελυφωτό φιστίκι, φιστίκι Aιγίνης, σαν φιστίκ)
pistache
Wiktionary Links