🇫🇷 fr el 🇬🇷
donné |
|
---|---|
έστω |
donne noun {f}
/dɔn/
|
|
---|---|
μοιράζω |
donné adjective
/dɔ.ne/
|
|
---|---|
|
δεδομένο |
|
φτηνός |
- étant donné
- δεδομένος
- à cheval donné on ne regarde pas les dents
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια.
- à cheval donné on ne regarde pas la denture
- καποιανού του χαρίζανε ένα γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια
- à cheval donné, on ne regarde pas la bride
- κάποιου χάριζαν γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια
- à un moment donné
- κάποτε