🇫🇷 fr el 🇬🇷
golfe noun {m}
/ɡɔlf/
|
|
---|---|
|
κόλπος |
- golfe de Gascogne
- Βισκαϊκός κόλπος, Γασκωνικός κόλπος
- golfe Persique
- Περσικός Κόλπος
- golfe du Mexique
- Κόλπος του Μεξικού
- golfe du Bengale
- Κόλπος της Βεγγάλης
- golfe de Finlande
- Φινλανδικός κόλπος
- golfe de Guinée
- Κόλπος της Γουινέας
- golfe Saronique
- Σαρωνικός κόλπος
- marsouin du golfe de Californie
- Βακίτα