🇫🇷 fr el 🇬🇷
je
/ʒə/
|
|
---|---|
|
εγώ |
- je-m’en-foutiste
- ζαμανφουτίστας, ζεμανφουτίστας
- je-m’en-foutisme
- ζαμανφουτισμός, ζεμανφουτισμός, σταρχιδισμός
- je-m’en-fichisme
- ζαμανφουτισμός, ζεμανφουτισμός, σταρχιδισμός
- je-sais-tout
- πολύξερος, ξερόλα
- je t’aime
- σ’ αγαπάω, σ’ αγαπώ
- je ne te le fais pas dire
- εγώ να δεις
- si je ne m’abuse
- αν δεν κάνω λάθος
- je suis venu, j’ai vu, j’ai vaincu
- ήλθον, είδον, ενίκησα
- madame je-sais-tout
- ξερόλας
Wiktionary Links
- français: je