🇫🇷 fr el 🇬🇷
mieux noun {m}
/mjø/
|
|
|---|---|
| καλύτερα | |
- un tiens vaut mieux que deux tu l’auras
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει
- un tien vaut mieux que deux tu l’auras
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει
- faire de son mieux
- βάζω τα δυνατά μου
- au mieux
- εκ των ενόντων
- diviser pour mieux régner
- διαίρει και βασίλευε
- le mieux
- κάλλιο
- mieux vaut tard que jamais
- κάλλιο αργά παρά ποτέ
- tant mieux
- τόσο το καλύτερο
- mieux vaut prévenir que guérir
- κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε
Wiktionary Links
- français: mieux