🇫🇷 fr el 🇬🇷
vert adjective
/vɛʁ/
|
|
---|---|
|
πράσινος, πράσινο |
|
πράσινος, άγουρος |
πράσινος |
vert noun {m}
/vɛʁ/
|
|
---|---|
|
πράσινο, πράσινος |