🇬🇷 el fr 🇫🇷

εκ

de

ΕΚ

  • αρχικά, μία από τις τρεις κοινότητες που ιδρύθηκαν σε ορισμένους τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ και στη συνέχεια, το απλουστευμένο όνομα της μεγαλύτερης από αυτές τις τρεις κοινότητες, της ΕΟΚ
CE

εκ-

dé-
Wiktionary Links
  • ελληνικά: ΕΚ