🇬🇷 el fr 🇫🇷

άχνη noun

  • (ειδικότερα) ζάχαρη άχνη, ψιλοτριμμένη ζάχαρη σε μορφή σκόνης, συνήθως με μικρό ποσοστό αμύλου
sucre en poudre, sucre glace
Wiktionary Links