🇬🇷 el fr 🇫🇷

έδαφος noun

  /ˈe.ða.fos/
sol, terre
  • (συνεκδοχικά) το μέρος οποιασδήποτε επιφάνειας που πατούμε
champ, terrain
  • (μεταφορικά) οι συνθήκες, η βάση για την εξέλιξη δραστηριότητας
terrain
Wiktionary Links