🇬🇷 el fr 🇫🇷

αγροτικός adjective

  • που βρίσκεται στην ύπαιθρο
rural
  • που αναφέρεται, χαρακτηρίζει ή ανήκει στους αγρότες και τη γεωργία
agricole
Wiktionary Links