🇬🇷 el fr 🇫🇷

αγωγός noun

  /a.ɣoˈɣos/
conduit, tuyau, conducteur, conduite
  • ο σωλήνας για τη μεταφορά υγρών ή αερίων
aqueduc, gazoduc
  • το υλικό που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων μέσα του
aqueduc, gazoduc, oléoduc
Wiktionary Links