🇬🇷 el fr 🇫🇷

αερογραμμή noun

  /a.e.ɾo.ɣɾaˈmi/
  • (αεροπορικός όρος) γραμμή αεροπορικής εταιρείας που συνδέει σε σταθερή βάση δύο πόλεις
compagnie aérienne
Wiktionary Links