🇬🇷 el fr 🇫🇷

αιρετικός adjective

  /e.ɾe.tiˈkos/
  • (θρησκεία) που έχει σχέση με αίρεση ή την υποστηρίζει
  • (μεταφορικά) που έχει διαφορετικές απόψεις από τις συνηθισμένες
  • (ουσιαστικοποιημένο) ο αιρετικός
hérétique
Wiktionary Links