🇬🇷 el fr 🇫🇷

ακράτητος adjective

  /aˈkɾa.ti.tos/
  • που δεν έχει κρατηθεί, δεν τον έχουν παραγγείλει, δεν τον έχουν "κλείσει", δεν έχει γίνει γι' αυτόν καμία κράτηση
impérieux, irrépressible, non réservé
Wiktionary Links