🇬🇷 el fr 🇫🇷

ακτήμων adjective

  • (λόγιο, μεταφορικά) εκείνος που δεν έχει καμία κτήση, ακίνητη περιουσία, κανένα διαμέρισμα
SDF (sans domicile fixe), sans-abri
Wiktionary Links