🇬🇷 el fr 🇫🇷

ακτινοβολώ verb

  /a.kti.no.voˈlo/
  • λάμπω εσωτερικά (από χαρά, θετικά συναισθήματα) ή εξωτερικά, εκπέμπω κάτι θετικό
briller, rayonner
  • λάμπω και φωτίζω ως αντικείμενο, εκπέμπω ακτίνες φωτός
irradier
Wiktionary Links