🇬🇷 el fr 🇫🇷

ανάληψη noun

  • η απόσυρση κάποιου χρηματικού ποσού από κατάθεση σε λογαριασμό
  • η αποδοχή της υποχρέωσης
  • η αποδοχή και έναρξη μιας εργασίας η οποία έχει ανατεθεί σε κάποιον
retrait
  • (θρησκεία) η άνοδος στον ουρανό
retrait, ascension, prise en charge
Wiktionary Links