🇬🇷 el fr 🇫🇷

αναβράζω verb

  • βράζω, κοχλάζω, αφρίζω
bouillonner
  • (για μούστο / κρασί) υφίσταμαι ζύμωση
fermenter
  • (μεταφορικά) ταράζομαι ψυχικά, εξοργίζομαι, εξάπτομαι
ébullition
  • (για τρικυμισμένη θάλασσα) αφρίζω, φουσκώνω
écumer
Wiktionary Links