🇬🇷 el fr 🇫🇷

ανακύπτω verb

  • παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, προκύπτω (ξαφνικά)
apparaitre
  • συνέρχομαι, αναλαμβάνω
guérir
Wiktionary Links