🇬🇷 el fr 🇫🇷

αναπαύομαι verb

  /a.naˈpa.vo.me/
  • (μεταφορικά) για τον θάνατο, την ξεκούραση από τα βάρη της ζωής: πεθαίνω, είμαι θαμμένος
se reposer
Wiktionary Links