🇬🇷 el fr 🇫🇷

ανησυχώ verb

  /a.ni.siˈxo/
  • (μεταβατικό) προκαλώ ανησυχία, αγωνία σε κάποιον
inquiéter
  • (μεταβατικό) αναστατώνω κάποιον, χαλάω την ησυχία κάποιου
troubler
Wiktionary Links