🇬🇷 el fr 🇫🇷

αποζημίωση noun

  • το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά από τον υπαίτιο ή το κράτος
  • το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον για την εκτέλεση ενός ορισμένου έργου, αμοιβή
compensation, indemnisation
Wiktionary Links