🇬🇷 el fr 🇫🇷

αρχή noun

  /aɾˈçi/
  • το τοπικό ή χρονικό σημείο από όπου αρχίζει κάτι, η αφετηρία ή η αρχική φάση, το ξεκίνημα
début, commencement
  • η προέλευση, το αρχικό σημείο της δημιουργίας
origine
  • η δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν
autorité
  • θεμελιακός κανόνας στη φύση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική κ.λπ.
  • βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή την κοινωνική συμπεριφορά
principe
Wiktionary Links