🇬🇷 el fr 🇫🇷

αρχίατρος noun

  • στρατιωτικός βαθμός του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού (ξηράς), αντίστοιχος του αντισυνταγματάρχη
médecin principal de 2ème classe
Wiktionary Links