🇬🇷 el fr 🇫🇷

ασύρματος noun

  /aˈsiɾ.ma.tos/
  • συσκευή ηχητικής επικοινωνίας μεταξύ δύο σταθμών που δεν συνδέονται μεταξύ τους με καλώδιο
radio, fil, sans
Wiktionary Links