🇬🇷 el fr 🇫🇷

ατενώς adverb

  /a.teˈnos/
  • γυμναστικό παράγγελμα για κατέβασμα των χεριών και την επαναφορά στην αρχική θέση και στάση (προσοχής) με το βλέμμα σε ευθεία
fixement
Wiktionary Links