🇬🇷 el fr 🇫🇷

αυτός

  /aˈftos/
  • (προσωπική αντωνυμία) τρίτο ενικό πρόσωπο, → δείτε τη λέξη εγώ
il, lui
  • (δεικτική αντωνυμία) δηλώνει κάποιον ή κάτι που είναι τοπικά ή χρονικά κοντά
ce, celui
Wiktionary Links