🇬🇷 el fr 🇫🇷

βοήθεια noun

  /voˈi.θi.a/ , /voˈi.θça/
aide, secours

βοήθεια

  /voˈi.θi.a/ , /voˈi.θça/
  • λέγεται από κάποιον που βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν κάνει έκκληση για προστασία
au secours, à l’aide, aide
Wiktionary Links