🇬🇷 el fr 🇫🇷

βούρλο noun

  • (φυτό) ποώδες αειθαλές υδρόφιλο φυτό του γένους Juncus, με κυλινδρικό βλαστό και φύλλα μακρόστενα και συνήθως κυλινδρικά επίσης· τα άνθη του είναι μικρά, και από τα φύλλα του φτιάχνονται καλάθια
  • (μεταφορικά) ηλίθιος, βλάκας
jonc
Wiktionary Links