🇬🇷 el fr 🇫🇷

βόμβα noun

  /ˈvoɱ.va/
  • (οπλισμός) συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων
  • (μεταφορικά) καταστροφή, ξαφνική αποκάλυψη σκανδάλου με μεγάλες επιπτώσεις
bombe
Wiktionary Links