🇬🇷 el fr 🇫🇷

γαμπρός noun

  /ɣamˈbɾos/
  • ο σύζυγος της κόρης μου, της αδελφής μου ή γενικότερα κάποιας συγγενή μου
beau-frère, gendre
  • ο άντρας που παντρεύεται ή νυμφεύεται
marié
Wiktionary Links